- απορραντηριον
- ἀπορραντήριονἀπο-ρραντήριοντό культ. кропильница Eur.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
απορραντήριον — ἀπορραντήριον, το (Α) αγγείο που χρησιμοποιείται για ράντισμα με αγιασμένο νερό … Dictionary of Greek
ἀπορραντήρια — ἀπορραντήριον a vessel for sprinkling with holy water neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)